14.12.10

ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ


ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ


Άγγελος εξάγγελος μάς ήρθε από μακριά
γερμένος πάνω σ’ ένα δεκανίκι
δεν ήξερε καθόλου, μα καθόλου να μιλά
και είχε γλώσσα μόνο για να γλείφει

Τα νέα που μάς έφερε ήταν όλα μια ψευτιά
κι ακούγονταν ευχάριστα στ’ αφτί μας
γιατί έμοιαζε μ’ αλήθεια η κάθε του ψευτιά
κι ακούγοντάς τον ησύχαζε η ψυχή μας

Έστησε το κρεβάτι του πίσω απ’ την αγορά
κι έλεγε καλαμπούρια στην ταβέρνα
μπαινόβγαινε κεφάτος στα κουρεία και στα λουτρά
και χάζευε τα ψάρια μες στη στέρνα

Και πέρασε ο χειμώνας κι ήρθε η καλοκαιριά
κι ύστερα πάλι ξανάρθανε τα κρύα
ώσπου κάποιο βραδάκι τί τού ’ρθε ξαφνικά
κι άρχισε να φωνάζει με μανία

Τα πόδια μου καήκανε σ’ αυτή την ερημιά
η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα
τα νέα που σάς έφερα σάς χάιδεψαν τ’ αφτιά
μα απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια

Αμέσως καταλάβαμε τί πήγαινε να πει
και τού ’παμε να φύγει μουδιασμένα
αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει
καλύτερα να μη μάς πει κανένα

2 σχόλια:

Γερόγαυρος είπε...

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΤΟΥΣ ΣΥΓΓΑΥΡΟΥΣ, "ΟΛΟΥΣ"

Γερόγαυρος είπε...

Φίλε το αρθράκι σου στην Stadio, της metro, που μοίραζαν την τρίτη στον Ναό, ΠΟΛΥ ΜΕ ΑΡΕΣΕ.

Με ουσία τα γραφόμενά σου.